Definify.com
Definition 2024
φακελάκι
φακελάκι
Greek
Noun
φακελάκι • (fakeláki) n (plural φακελάκια)
- diminutive of φάκελος (fákelos), small envelope, sachet
- (by extension) bribe (offered in a brown envelope)
- Kathimerini, 23 February 2010 (email).
- Αγαπητοί Έλληνες γιατροί, μην απεργήσετε, αλλά φροντίστε τους ασθενείς σας, από ’δω και στο εξής χωρίς να ζητάτε φακελάκι.
- Dear Greek doctors, do not strike, attend to your patients from now without looking for a bribe.
- Αγαπητοί Έλληνες γιατροί, μην απεργήσετε, αλλά φροντίστε τους ασθενείς σας, από ’δω και στο εξής χωρίς να ζητάτε φακελάκι.
- Kathimerini, 23 February 2010 (email).
Declension
declension of φακελάκι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φακελάκι | φακελάκια |
genitive | φακελακιού | φακελακιών |
accusative | φακελάκι | φακελάκια |
vocative | φακελάκι | φακελάκια |
Synonyms
- ρουσφέτι n (rousféti, “bribe”)
External links
- φακελάκι on the Greek Wikipedia.Wikipedia el