Definify.com
Definition 2024
φαρμακευτική
φαρμακευτική
Greek
Noun
φαρμακευτική • (farmakeftikí) f
- pharmaceutics, pharmacy (science of medicinal substances)
Declension
declension of φαρμακευτική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φαρμακευτική | φαρμακευτικές |
genitive | φαρμακευτικής | φαρμακευτικών |
accusative | φαρμακευτική | φαρμακευτικές |
vocative | φαρμακευτική | φαρμακευτικές |
Related terms
- see: φαρμακολογία f (farmakología, “pharmacology”)