Definify.com
Definition 2024
φασσοπερίστερο
φασσοπερίστερο
Greek
Noun
φασσοπερίστερο • (fassoperístero) n (plural φασσοπερίστερα)
Declension
declension of φασσοπερίστερο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φασσοπερίστερο | φασσοπερίστερα |
genitive | φασσοπερίστερου | φασσοπερίστερων |
accusative | φασσοπερίστερο | φασσοπερίστερα |
vocative | φασσοπερίστερο | φασσοπερίστερα |
Related terms
External links
- φασσοπερίστερο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el