Definify.com
Definition 2024
φαυλότητα
φαυλότητα
Greek
Noun
φαυλότητα • (favlótita) f (uncountable)
Declension
declension of φαυλότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φαυλότητα | φαυλότητες |
genitive | φαυλότητας | φαυλοτήτων |
accusative | φαυλότητα | φαυλότητες |
vocative | φαυλότητα | φαυλότητες |
Related terms
- φαύλος (fávlos, “wicked, unscrupulous”)