Definify.com
Definition 2024
φαφλατού
φαφλατού
Greek
Noun
φαφλατού • (faflatoú) f (plural φαφλατούδες, masculine φαφλατάς)
Declension
declension of φαφλατού
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φαφλατού | φαφλατούδες |
genitive | φαφλατούς | φαφλατούδων |
accusative | φαφλατού | φαφλατούδες |
vocative | φαφλατού | φαφλατούδες |