Definify.com

Definition 2024


φθινοπωρινές_ισημερίες

φθινοπωρινές ισημερίες

Greek

Noun

φθινοπωρινές ισημερίες (fthinoporinés isimeríes) f

  1. Plural form of φθινοπωρινή ισημερία (fthinoporiní isimería).