Definify.com
Definition 2024
φθινοπωρινός
φθινοπωρινός
Greek
Adjective
φθινοπωρινός • (fthinoporinós) m (feminine φθινοπωρινή, neuter φθινοπωρινό)
Related terms
- φθινόπωρο (fthinóporo)
φθινοπωρινός • (fthinoporinós) m (feminine φθινοπωρινή, neuter φθινοπωρινό)