Definify.com
Definition 2024
φιλανδικά
φιλανδικά
Greek
Noun
φιλανδικά • (filandiká) n pl
- Alternative form of φινλανδικά (finlandiká)
Declension
φιλανδικά
plural | |
---|---|
nominative | φινλανδικά |
genitive | φινλανδικών |
accusative | φινλανδικά |
vocative | φινλανδικά |
Related terms
- see: Φινλανδία f (Finlandía, “Finland”)