Definify.com
Definition 2024
φλαουτίστρια
φλαουτίστρια
Greek
Noun
φλαουτίστρια • (flaoutístria) f (plural φλαουτίστριες, masculine φλαουτίστας)
- Alternative form of φλαουτίστα (flaoutísta)
Declension
declension of φλαουτίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φλαουτίστρια | φλαουτίστριες |
genitive | φλαουτίστριας | φλαουτιστριών |
accusative | φλαουτίστρια | φλαουτίστριες |
vocative | φλαουτίστρια | φλαουτίστριες |