Definify.com
Definition 2024
φοινικοτρύγονο
φοινικοτρύγονο
Greek
Noun
φοινικοτρύγονο • (foinikotrýgono) n (plural φοινικοτρύγονα)
Declension
declension of φοινικοτρύγονο
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | φοινικοτρύγονο | φοινικοτρύγονα | |
genitive | φοινικοτρύγονου / φοινικοτρυγόνου | φοινικοτρύγονων / φοινικοτρυγόνων | |
accusative | φοινικοτρύγονο | φοινικοτρύγονα | |
vocative | φοινικοτρύγονο | φοινικοτρύγονα | |
The genitive forms are uncertain. |
Related terms
- see: τρυγόνι n (trygóni, “turtle dove”)