Definify.com
Definition 2024
φονιάς
φονιάς
Greek
Noun
φονιάς • (foniás) m (plural φονιάδες, feminine φόνισσα)
- murderer, killer, slayer (one who kills or murders)
- 1976, Nikos Gatsos/Manos Hatzidakis, Ο Γιάννης ο φονιάς :
- Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας πατρινιάς
κι ενός μεσολογγίτη.- Yannis the killer, son of a Patras mother
and a Missolonghi father.
- Yannis the killer, son of a Patras mother
- Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας πατρινιάς
- 1976, Nikos Gatsos/Manos Hatzidakis, Ο Γιάννης ο φονιάς :
Declension
declension of φονιάς
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φονιάς | φονιάδες |
genitive | φονιά | φονιάδων |
accusative | φονιά | φονιάδες |
vocative | φονιά | φονιάδες |
Synonyms
- δολοφόνος m (dolofónos)
- ανθρωποκτόνος m (anthropoktónos)