Definify.com
Definition 2024
φονταμενταλισμός
φονταμενταλισμός
Greek
Noun
φονταμενταλισμός • (fontamentalismós) m (uncountable)
Declension
declension of φονταμενταλισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φονταμενταλισμός | φονταμενταλισμοί |
genitive | φονταμενταλισμού | φονταμενταλισμών |
accusative | φονταμενταλισμό | φονταμενταλισμούς |
vocative | φονταμενταλισμέ | φονταμενταλισμοί |
Related terms
- φονταμενταλιστής m (fontamentalistís, “fundamentalist”)
- φονταμενταλίστρια f (fontamentalístria, “fundamentalist”)
- φονταμενταλιστικός (fontamentalistikós, “fundamentalist”) (adjective)