Definify.com
Definition 2024
φουστάνι
φουστάνι
Greek
Noun
φουστάνι • (foustáni) n (plural φουστάνια)
Declension
declension of φουστάνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φουστάνι | φουστάνια |
genitive | φουστανιού | φουστανιών |
accusative | φουστάνι | φουστάνια |
vocative | φουστάνι | φουστάνια |
Related terms
- see: φούστα f (foústa, “skirt”)