Definify.com
Definition 2024
φρένιασμα
φρένιασμα
Greek
Noun
φρένιασμα • (fréniasma) n (plural φρενιάσματα)
Declension
declension of φρένιασμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φρένιασμα | φρενιάσματα |
genitive | φρενιάσματος | φρενιασμάτων |
accusative | φρένιασμα | φρενιάσματα |
vocative | φρένιασμα | φρενιάσματα |
Related terms
- φρενιάζω (freniázo, “to rage”)