Definify.com
Definition 2024
φραγκοστάφυλο
φραγκοστάφυλο
Greek
Noun
φραγκοστάφυλο • (frankostáfylo) n (plural φραγκοστάφυλα)
- gooseberry (fruit)
- redcurrant (fruit)
Declension
declension of φραγκοστάφυλο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φραγκοστάφυλο | φραγκοστάφυλα |
genitive | φραγκοστάφυλου | φραγκοστάφυλων |
accusative | φραγκοστάφυλο | φραγκοστάφυλα |
vocative | φραγκοστάφυλο | φραγκοστάφυλα |
Derived terms
- φραγκοσταφυλιά f (frankostafyliá, “gooseberry bush”)
External links
- φραγκοστάφυλο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el