Definify.com
Definition 2024
φρακτή
φρακτή
See also: φράκτη
Greek
Noun
φρακτή • (fraktí) f (plural φρακτές)
Declension
declension of φρακτή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φρακτή | φρακτές |
genitive | φρακτής | φρακτών |
accusative | φρακτή | φρακτές |
vocative | φρακτή | φρακτές |
Related terms
- φράχτης m (fráchtis, “wall”)
References
- ↑ Babiniotis, Georgios (2008) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας [Modern Greek Dictionary], 3rd edition, Athens: Lexicology Centre