Definify.com
Definition 2024
φρονιμίτης
φρονιμίτης
Greek
Noun
φρονιμίτης • (fronimítis) m (plural φρονιμίτες)
Declension
declension of φρονιμίτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φρονιμίτης | φρονιμίτες |
genitive | φρονιμίτη | φρονιμιτών |
accusative | φρονιμίτη | φρονιμίτες |
vocative | φρονιμίτη | φρονιμίτες |
Synonyms
- σωφρονιστήρας m (sofronistíras)
- τρίτος γομφίος m (trítos gomfíos)
External links
- φρονιμίτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el