Definify.com
Definition 2024
φυλλάδιο
φυλλάδιο
Greek
Noun
φυλλάδιο • (fylládio) n
Declension
declension of φυλλάδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φυλλάδιο | φυλλάδια |
genitive | φυλλαδίου | φυλλαδίων |
accusative | φυλλάδιο | φυλλάδια |
vocative | φυλλάδιο | φυλλάδια |