Definify.com
Definition 2024
φυσικά
φυσικά
Greek
Adverb
φυσικά • (fysiká)
- naturally (by natural means)
- Το σαπούνι δεν παράγεται φυσικά. ― To sapoúni den parágetai fysiká. ― Soap is not produced naturally.
- naturally (in a natural manner)
- Απάντησε πολυ φυσικά σαν να μην έγινε τίποτα. ― Apántise poly fysiká san na min égine típota. ― He replied very naturally, as if nothing had happened.
- naturally, of course, certainly
- Φυσικά και μπορείς νά 'ρθεις ― Fysiká kai boreís ná 'rtheis ― Of course you can come.