Definify.com
Definition 2024
φυσιολογικοί
φυσιολογικοί
Greek
Adjective
φυσιολογικοί • (fysiologikoí)
- Nominative masculine plural form of φυσιολογικός (fysiologikós).
- Vocative masculine plural form of φυσιολογικός (fysiologikós).
φυσιολογικοί • (fysiologikoí)