Definify.com
Definition 2024
φυστικοβούτυρο
φυστικοβούτυρο
Greek
Noun
φυστικοβούτυρο • (fystikovoútyro) n (plural φυστικοβούτυρα)
- Alternative form of φιστικοβούτυρο (fistikovoútyro) (peanut butter)
Declension
declension of φυστικοβούτυρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φυστικοβούτυρο | φυστικοβούτυρα |
genitive | φυστικοβουτύρου | φυστικοβουτύρων |
accusative | φυστικοβούτυρο | φυστικοβούτυρα |
vocative | φυστικοβούτυρο | φυστικοβούτυρα |