Definify.com
Definition 2024
φωνογράφος
φωνογράφος
Greek
Noun
φωνογράφος • (fonográfos) m (plural φωνογράφοι)
- (media) phonograph
Declension
declension of φωνογράφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φωνογράφος | φωνογράφοι |
genitive | φωνογράφου | φωνογράφων |
accusative | φωνογράφο | φωνογράφους |
vocative | φωνογράφε | φωνογράφοι |
See also
- γραμμόφωνο n (grammófono, “gramophone”)
Related terms
- see: φωνή n (foní, “sound, voice”)
External links
- φωνογράφος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el