Definify.com
Definition 2024
χάμω
χάμω
Greek
Adverb
χάμω • (chámo)
- down
- Βάλτε το χάμω.
- Put it down.
- Βάλτε το χάμω.
- on the ground, on the floor
- Mην πετάς τα σκουπίδια χάμω.
- Don't throw rubbish on the ground.
- Mην πετάς τα σκουπίδια χάμω.
Synonyms
- κάτω (káto)