Definify.com
Definition 2025
χαλυβουργείο
χαλυβουργείο
Greek
Noun
χαλυβουργείο • (chalyvourgeío) f (plural χαλυβουργεία)
Declension
declension of χαλυβουργείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χαλυβουργείο | χαλυβουργεία |
genitive | χαλυβουργείου | χαλυβουργείων |
accusative | χαλυβουργείο | χαλυβουργεία |
vocative | χαλυβουργείο | χαλυβουργεία |
Related terms
- χάλυβας m (chályvas, “steel”)
- χαλυβουργία n (chalyvourgía, “steel industry”)
External links
- χάλυβας on the Greek Wikipedia.Wikipedia el