Definify.com
Definition 2024
χαμηλή_παλίρροια
χαμηλή παλίρροια
Greek
Noun
χαμηλή παλίρροια • (chamilí palírroia) f (plural χαμηλές παλίρροιες)
See also
- παλίρροια f (palírroia, “neap”)
- πλημμυρίδα f (plimmyrída, “high tide”)
- άμπωτη f (ámpoti, “low tide”)