Definify.com

Definition 2024


χαράζω

χαράζω

Greek

Verb

χαράζω (charázo) (simple past χάραξα, passive form χαράζομαι)

  1. engrave, carve
  2. (third person): dawn

Conjugation

This verb needs an inflection-table template.

Related terms

  • αχάραγα (acháraga)
  • αχάραγος (acháragos)
  • αχάρακτος (acháraktos)
  • αχάραχτος (achárachtos)
  • χαραγή (charagí)
  • χάρακας (chárakas)
  • χαρακιά (charakiá)
  • χαράκτης (charáktis)
  • χάραμα (chárama)
  • χαραυγή (charavgí)