Definify.com
Definition 2024
χαράζω
χαράζω
Greek
Verb
χαράζω • (charázo) (simple past χάραξα, passive form χαράζομαι)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.
Related terms
- αχάραγα (acháraga)
- αχάραγος (acháragos)
- αχάρακτος (acháraktos)
- αχάραχτος (achárachtos)
- χαραγή (charagí)
- χάρακας (chárakas)
- χαρακιά (charakiá)
- χαράκτης (charáktis)
- χάραμα (chárama)
- χαραυγή (charavgí)