Definify.com
Definition 2024
χαρακτηριστικό
χαρακτηριστικό
Greek
Adjective
χαρακτηριστικό • (charaktiristikó)
- Accusative masculine singular form of χαρακτηριστικός (charaktiristikós).
- Nominative neuter singular form of χαρακτηριστικός (charaktiristikós).
- Accusative neuter singular form of χαρακτηριστικός (charaktiristikós).
- Vocative neuter singular form of χαρακτηριστικός (charaktiristikós).