Definify.com
Definition 2024
χαρτοπώλισσα
χαρτοπώλισσα
Greek
Noun
χαρτοπώλισσα • (chartopólissa) f (plural χαρτοπώλισσες, masculine χαρτοπώλης)
- stationer (a seller of stationery)
Declension
declension of χαρτοπώλισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χαρτοπώλισσα | χαρτοπώλισσες |
genitive | χαρτοπώλισσας | χαρτοπωλισσών |
accusative | χαρτοπώλισσα | χαρτοπώλισσες |
vocative | χαρτοπώλισσα | χαρτοπώλισσες |
Related terms
- see: χαρτοπωλείο n (chartopoleío, “stationer's, stationery shop”)