Definify.com
Definition 2024
χειριστής
χειριστής
Greek
Noun
χειριστής • (cheiristís) m (plural χειριστές, feminine χειρίστρια)
Declension
declension of χειριστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χειριστής | χειριστές |
genitive | χειριστή | χειριστών |
accusative | χειριστή | χειριστές |
vocative | χειριστή | χειριστές |