Definify.com
Definition 2024
χειροβομβίδα
χειροβομβίδα
Greek
Noun
χειροβομβίδα • (cheirovomvída) f (plural χειροβομβίδες)
Declension
declension of χειροβομβίδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χειροβομβίδα | χειροβομβίδες |
genitive | χειροβομβίδας | χειροβομβίδων |
accusative | χειροβομβίδα | χειροβομβίδες |
vocative | χειροβομβίδα | χειροβομβίδες |
Related terms
- βομβίδα f (vomvída, “bomblet”)