Definify.com
Definition 2025
χειροκρότημα
χειροκρότημα
Greek
Noun
χειροκρότημα • (cheirokrótima) n (plural χειροκροτήματα)
Declension
declension of χειροκρότημα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | χειροκρότημα | χειροκροτήματα |
| genitive | χειροκροτήματος | χειροκροτημάτων |
| accusative | χειροκρότημα | χειροκροτήματα |
| vocative | χειροκρότημα | χειροκροτήματα |