Definify.com
Definition 2024
χειροκρότημα
χειροκρότημα
Greek
Noun
χειροκρότημα • (cheirokrótima) n (plural χειροκροτήματα)
Declension
declension of χειροκρότημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χειροκρότημα | χειροκροτήματα |
genitive | χειροκροτήματος | χειροκροτημάτων |
accusative | χειροκρότημα | χειροκροτήματα |
vocative | χειροκρότημα | χειροκροτήματα |