Definify.com
Definition 2024
χειρουργική
χειρουργική
Greek
Noun
χειρουργική • (cheirourgikí) f (plural χειρουργικές)
Declension
declension of χειρουργική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χειρουργική | χειρουργικές |
genitive | χειρουργικής | χειρουργικών |
accusative | χειρουργική | χειρουργικές |
vocative | χειρουργική | χειρουργικές |
Related terms
- χειρουργείο n (cheirourgeío, “surgery, operation”)
- χειρουργός m, f (cheirourgós, “surgeon”)