Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
χειρότερος
χειρότερος
Greek
Adjective
χειρότερος
•
(
cheiróteros
)
m
(
feminine
χειρότερη
,
neuter
χειρότερο
)
comparative degree of
κακός
(
kakós
)
:
worse
Similar Results