Definify.com
Definition 2024
χελιδονόψαρο
χελιδονόψαρο
Greek
Noun
χελιδονόψαρο • (chelidonópsaro) n (plural χελιδονόψαρα)
Declension
declension of χελιδονόψαρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χελιδονόψαρο | χελιδονόψαρα |
genitive | χελιδονόψαρου | χελιδονόψαρων |
accusative | χελιδονόψαρο | χελιδονόψαρα |
vocative | χελιδονόψαρο | χελιδονόψαρα |
External links
- χελιδονόψαρο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el