Definify.com
Definition 2024
χιονοθύελλα
χιονοθύελλα
Greek
Noun
χιονοθύελλα • (chionothýella) f (plural χιονοθύελλες)
Declension
declension of χιονοθύελλα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χιονοθύελλα | χιονοθύελλες |
genitive | χιονοθύελλας | χιονοθυελλών |
accusative | χιονοθύελλα | χιονοθύελλες |
vocative | χιονοθύελλα | χιονοθύελλες |
Related terms
- see: χιόνι n (chióni, “snow”)
External links
- χιονοθύελλα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el