Definify.com
Definition 2024
χοιρομέρι
χοιρομέρι
Greek
Noun
χοιρομέρι • (choiroméri) n (plural χοιρομέρια)
- ham (haunch pork, often smoked)
Declension
declension of χοιρομέρι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χοιρομέρι | χοιρομέρια |
genitive | χοιρομεριού | χοιρομεριών |
accusative | χοιρομέρι | χοιρομέρια |
vocative | χοιρομέρι | χοιρομέρια |
Synonyms
- ζαμπόν n (zampón)
Related terms
- see: χοίρος m (choíros, “pig”)