Definify.com
Definition 2024
χοιροστάσιο
χοιροστάσιο
Greek
Noun
χοιροστάσιο • (choirostásio) n (plural χοιροστάσια)
Declension
declension of χοιροστάσιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χοιροστάσιο | χοιροστάσια |
genitive | χοιροστασίου | χοιροστασίων |
accusative | χοιροστάσιο | χοιροστάσια |
vocative | χοιροστάσιο | χοιροστάσια |
Related terms
- see: χοίρος m (choíros, “pig”)