Definify.com
Definition 2024
χρονογράφος
χρονογράφος
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /xronoɣráɸos/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /xronoɣráfos/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /xɾonoɣɾáfos/
Noun
χρονογράφος • (khronográphos) m (genitive χρονογράφου); second declension
- the recording of time, chronicler, annalist
Inflection
Second declension of χρονογράφος, χρονογράφου
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | ὁ χρονογράφος | τὼ χρονογράφω | οἱ χρονογράφοι |
Genitive | τοῦ χρονογράφου | τοῖν χρονογράφοιν | τῶν χρονογράφων |
Dative | τῷ χρονογράφῳ | τοῖν χρονογράφοιν | τοῖς χρονογράφοις |
Accusative | τὸν χρονογράφον | τὼ χρονογράφω | τοὺς χρονογράφους |
Vocative | χρονογράφε | χρονογράφω | χρονογράφοι |
References
- χρονογράφος in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- LSJ