Definify.com
Definition 2024
χρονοδιάγραμμα
χρονοδιάγραμμα
Greek
Noun
χρονοδιάγραμμα • (chronodiágramma) n (plural χρονοδιαγράμματα)
- schedule (time-based plan of events)
Declension
declension of χρονοδιάγραμμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χρονοδιάγραμμα | χρονοδιαγράμματα |
genitive | χρονοδιαγράμματος | χρονοδιαγραμμάτων |
accusative | χρονοδιάγραμμα | χρονοδιαγράμματα |
vocative | χρονοδιάγραμμα | χρονοδιαγράμματα |