Definify.com
Definition 2024
χρωματόσωμα
χρωματόσωμα
Greek
Noun
χρωματόσωμα • (chromatósoma) n (plural χρωματοσώματα)
- Alternative form of χρωμόσωμα (chromósoma)
Declension
declension of χρωματόσωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χρωματόσωμα | χρωματοσώματα |
genitive | χρωματοσώματος | χρωματοσωμάτων |
accusative | χρωματόσωμα | χρωματοσώματα |
vocative | χρωματόσωμα | χρωματοσώματα |