Definify.com
Definition 2024
χτυπητό_αυγό
χτυπητό αυγό
Greek
Noun
χτυπητό αυγό • (chtypitó avgó) n (plural χτυπητά αυγά)
- Alternative form of χτυπητό αβγό (chtypitó avgó) (more common in the plural)
χτυπητό αυγό • (chtypitó avgó) n (plural χτυπητά αυγά)