Definify.com
Definition 2024
χωματερή
χωματερή
Greek
Noun
χωματερή • (chomaterí) f (plural χωματερές)
Declension
declension of χωματερή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χωματερή | χωματερές |
genitive | χωματερής | χωματερών |
accusative | χωματερή | χωματερές |
vocative | χωματερή | χωματερές |