Definify.com
Definition 2024
χώρισμα
χώρισμα
Greek
Noun
χώρισμα • (chórisma) n (plural χωρίσματα)
- (action): separation, partition
- (structure): partition, cubicle
Declension
declension of χώρισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χώρισμα | χωρίσματα |
genitive | χωρίσματος | χωρισμάτων |
accusative | χώρισμα | χωρίσματα |
vocative | χώρισμα | χωρίσματα |
Synonyms
- χωρισμός m (chorismós)
- σχίσμα n (schísma)
See also
- χώρος m (chóros, “room, space”)