Definify.com
Definition 2024
ψαλτήριο
ψαλτήριο
Greek
Noun
ψαλτήριο • (psaltírio) n (plural ψαλτήρια)
Declension
declension of ψαλτήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ψαλτήριο | ψαλτήρια |
genitive | ψαλτηρίου | ψαλτηρίων |
accusative | ψαλτήριο | ψαλτήρια |
vocative | ψαλτήριο | ψαλτήρια |