Definify.com
Definition 2024
ψυχοθεραπεία
ψυχοθεραπεία
Greek
Noun
ψυχοθεραπεία • (psychotherapeía) f (plural ψυχοθεραπείες)
- (psychology) psychotherapy
Declension
declension of ψυχοθεραπεία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ψυχοθεραπεία | ψυχοθεραπείες |
genitive | ψυχοθεραπείας | ψυχοθεραπειών |
accusative | ψυχοθεραπεία | ψυχοθεραπείες |
vocative | ψυχοθεραπεία | ψυχοθεραπείες |