Definify.com
Definition 2024
ψωμάδικο
ψωμάδικο
Greek
Noun
ψωμάδικο • (psomádiko) n (plural ψωμάδικα)
Declension
declension of ψωμάδικο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ψωμάδικο | ψωμάδικα |
genitive | ψωμάδικου | ψωμάδικων |
accusative | ψωμάδικο | ψωμάδικα |
vocative | ψωμάδικο | ψωμάδικα |
Synonyms
- αρτοποιείο n (artopoieío)
- φούρνος n (foúrnos)