Definify.com
Definition 2024
ωράριο
ωράριο
Greek
Noun
ωράριο • (orário) n (plural ωράρια)
Declension
declension of ωράριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ωράριο | ωράρια |
genitive | ωραρίου | ωραρίων |
accusative | ωράριο | ωράρια |
vocative | ωράριο | ωράρια |