Definify.com
Definition 2024
ωταλγία
ωταλγία
Greek
Noun
ωταλγία • (otalgía) f (plural ωταλγίες)
Declension
declension of ωταλγία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ωταλγία | ωταλγίες |
genitive | ωταλγίας | ωταλγιών |
accusative | ωταλγία | ωταλγίες |
vocative | ωταλγία | ωταλγίες |
Related terms
- ωτίτιδα f (otítida, “otitis”)
- πόνος στο αυτί (pónos sto aftí, “earache”)