Definify.com
Definition 2024
όντας
όντας
Greek
Verb
όντας • (óntas)
- present participle of είμαι (eímai)
- Όντας απαισιόδοξος, δεν ελπίζει σε τίποτα!
- Óntas apaisiódoxos, den elpízei se típota!
- Being pessimistic, he hopes for nothing!
- Όντας απαισιόδοξος, δεν ελπίζει σε τίποτα!