Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ώσμωση
ώσμωση
Greek
Noun
ώσμωση
•
(
ósmosi
)
f
(
plural
ωσμώσεις
)
(
chemistry
,
biology
)
osmosis
Declension
declension of
ώσμωση
singular
plural
nominative
ώσμωση
ωσμώσεις
genitive
ώσμωσης
/
ωσμώσεως
ωσμώσεων
accusative
ώσμωση
ωσμώσεις
vocative
ώσμωση
ωσμώσεις
Similar Results